- κονιακοποιία
- ηβιομηχανία παραγωγής κονιάκ.[ΕΤΥΜΟΛ. < κονιακοποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κονιακοποιία — η η βιομηχανία της παραγωγής κονιάκ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)